- επιπομπεύω
- ἐπιπομπεύω (Α) [πομπεύω]τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπομπεύειν — ἐπιπομπεύω triumph over pres inf act (attic epic) ἐπιπομπεύω triumph over pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)